- ναύκληρος
- ναύκληροςshipowner and merchantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… … Dictionary of Greek
ναύκληρος — ο 1. στους αρχαίους Έλληνες, ο ιδιοκτήτης πλοίου. 2. σήμερα, ο πρώτος ναύτης από το πλήρωμα εμπορικού πλοίου, αλλ. λοστρόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυκλήροις — ναύκληρος shipowner and merchant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκλήρου — ναύκληρος shipowner and merchant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκλήρους — ναύκληρος shipowner and merchant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκλήρων — ναύκληρος shipowner and merchant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκλήρῳ — ναύκληρος shipowner and merchant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύκληρε — ναύκληρος shipowner and merchant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύκληροι — ναύκληρος shipowner and merchant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύκληρον — ναύκληρος shipowner and merchant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)